- φαρυγγισμός
- ο спазм(а) горла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρυγγισμός — φαρυγγισμός, ο και φαρυγγόσπασμος, ο (ιατρ.), σπασμός των μυών του φάρυγγα (σύμπτωμα πολλών νοσηρών περιπτώσεων: όγκων, υστεριών κτό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρυγγισμός — ο, Ν ιατρ. παλαιότερη ονομασία τού φαρυγγόσπασμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharyngismus < φάρυγξ, υγγος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
φαρυγγόσπασμος — ο (ιατρ.), βλ. φαρυγγισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)